redirect

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Monday 13 October 2008

John Freely, MΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Ταξίδι στην Ιστορία της


Σελίδες: 544 Τιμή: €36,00

Tο απόσταγμα των ιστορικών & οδοιπορικών περιπλανήσεων του γνωστού από
το best seller βιβλίο του «Κωνσταντινούπολη» συγγραφέα,
κατά μήκος αυτής της πανάρχαιας διαδρομής, που φιλοξένησε τόσους πολιτισμούς, από την Αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τα Νεότερα χρόνια μέχρι τις μέρες μας.

Το βιβλίο παρότι προορίζεται να αποτελέσει οδηγό για όλα όσα θα μπορούσε να επισκεφθεί κανείς σήμερα εκεί, συγγράφηκε παράλληλα για να αφυπνίσει το αρχαίο πνεύμα αυτών των τόπων, προς χάρη εκείνων που ξεκινούν να ζήσουν τη δική τους Οδύσσεια σ’ αυτά τα ακρογιάλια.
Παρατίθενται επίσης χάρτες για την κάθε περιοχή και τα αξιοθέατά της, ιδίως δε για τα ιστορικά μνημεία.
Οι όχθες του Ελλήσποντου
Τροία και Τρωαδική πεδιάδα
Ο κόλπος του Εδρεμίτ
Πέργαμος και Ατταλίδες
Αιολική ακτή
Ιζμίρ, η αρχαία Σμύρνη
Αρχαία Λυδία: Η κοιλάδα του Έρμου και οι Σάρδεις
Η βορειότερη ακτή της Ιωνίας
Έφεσος και Μητέρα Θεά
Κοιλάδα του Μαιάνδρου και Αφροδισιάς
Η Μίλητος και το χαμένο μεγαλείο της Ιωνίας
Οι λόφοι της Καρίας
Μποντρούμ, η αρχαία Αλικαρνασσός
Κεράμειος Κόλπος
Η Κνίδος και η νοτιότερη ακτή της Καρίας
Από την Καρία στη Λυκία
Η κοιλάδα του Ξάνθου και ο Τύμβος του Βελλερεφόντη
Η πεδιάδα της Παμφυλίας
Η ακτή της Κιλικίας



  • Ο Τζων Φρήλυ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και κατατάχθηκε στο Ναυτικό των Η.Π.Α., σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Στα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε σε μονάδα κομάντο, στην Βιρμανία και την Κίνα. Έχει ζήσει διαδοχικά στη Νέα Υόρκη, στη Βοστόνη, στο Λονδίνο, στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη και έχει συγγράψει πάνω από τριάντα οδοιπορικά και ταξιδιωτικούς οδηγούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων αναφέρονται στην Ελλάδα και την Τουρκία.ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
    Κεφάλαιο 23
    Γνωριμία με το «Περίλαμπρο Στέμμα της Ανατολής»

    Η ίδρυση της Μερσίνης υπολογίζεται γύρω από την εποχή του Παλαιού Χιττιτικού Βασιλείου (1700-1450 π.Χ.). Η σύγχρονη πόλη του Μερσίν όμως έχει να επιδείξει ελάχιστα από ιστορική, αρχιτεκτονική ή αρχαιολογική άποψη, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ταξιδιώτες που διασχίζουν την Πεδινή Κιλικία να σταματούν εκεί μόνο τη νύχτα για να βρουν κατάλυμα, τακτική που ακολουθήσαμε κι εμείς με τη σειρά μας.
    Την επόμενη ημέρα, μετά το πρωινό, επιστρέψαμε στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο και συνεχίσαμε την οδήγηση με κατεύθυνση ανατολική. Είχαμε ήδη εισχωρήσει για τα καλά στην Cilicia Campestris, την Πεδιάδα της Κιλικίας, που οι Τούρκοι του σήμερα αποκαλούν Τσουκούροβα.. Η αχανής αυτή έκταση αρδεύεται από τρεις ποταμούς, τους οποίους επρόκειτο να συναντήσουμε στο ταξίδι μας ανατολικά: τον Ταρσούς Τσαγί, τον Σεϊχάν και τον Τζεϊχάν, που ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα με τα αντίστοιχα ονόματα Κύδνος, Σάρος και Πύραμος. Από το βορρά, η κυριότερη είσοδος σ’ αυτήν την πεδιάδα είναι οι Κιλίκιες Πύλες, το ορεινό πέρασμα που διεισδύει στον Ταύρο και καταλήγει στον ποταμό Ταρσούς, για να οδηγήσει έπειτα στο άνοιγμα της Πεδινής Κιλικίας. Στα ανατολικά, το πεδίο φράζεται από την οροσειρά του Αμανού, που ορθώνεται στη νοτιοανατολική άκρη της τουρκικής ακτογραμμής. Όλη αυτή η περιοχή ονομάζεται Χατάι. Αυτή λοιπόν τη διαδρομή είχαμε επιλέξει για τις επόμενες δύο ημέρες.
    Αφού αναχωρήσαμε από τη Μερσίνη και έπειτα από δεκαεπτά μίλια οδήγηση φτάσαμε στην Ταρσό, μια μάλλον δυσπερίγραπτη πόλη στις όχθες του Ταρσούς Τσαγί, του αρχαίου ποταμού Κύδνου. Παρότι η Ταρσός δεν διαθέτει άλλα μνημεία, οι αναφορές στο ιστορικό της παρελθόν δεν είναι και λίγες. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. πιθανολογείται ότι ήταν η πρωτεύουσα του Χιττιτικού κρατιδίου Κιζουβάτνα (Kizzuwatna), ενώ το 698 π.χ. κυριεύτηκε από τον Σεναχερίμπ.
    Ο Μέγας Αλέξανδρος σταμάτησε εδώ το 333 π.Χ., αφού διάβηκε τις Πύλες της Κιλικίας και κόντεψε να πεθάνει από υψηλό πυρετό, έπειτα από ένα παγωμένο μπάνιο στον ποταμό Κύδνο.
    Ο Κικέρων ζούσε στην Ταρσό το 50 π.Χ., όταν ακόμα ήταν κυβερνήτης της Κιλικίας και ο Ιούλιος Καίσαρας επισκέφθηκε την πόλη το 47 π.Χ. για να συναντήσει μια αντιπροσωπεία από πολίτες της Κιλικίας.
    Ο Μάρκος Αντώνιος ήλθε στην Ταρσό το 41 π.Χ. και την απάλλαξε από τους φόρους, σαν ανταμοιβή για την αντίσταση που προέβαλε ενάντια στον Βρούτο και τον Κάσιο. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Αντώνιος ζήτησε από την Κλεοπάτρα να αφήσει την Αλεξάνδρεια και να τον συναντήσει εκεί. Η άφιξή της στην Ταρσό αποτέλεσε ένα από τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα σε ολόκληρη την ιστορία της ελληνορωμαϊκής Μικράς Ασίας, αφού η Βασίλισσα της Αιγύπτου διέπλευσε με τη βασιλική της ναυαρχίδα τον Κύδνο, σκηνή που περιγράφει ο Πλούταρχος στο έργο του Βίος Αντωνίου. Η μετάφραση αυτού του αποσπάσματος από τον Σερ Τόμας Νορθ αποτέλεσε έμπνευση για τον Σαίξπηρ, που περιέγραψε με τη σειρά του αυτή τη βασιλική συνάντηση στο έργο του Αντώνιος και Κλεοπάτρα.,
    Είναι άκρως ενδιαφέρουσα η υπόθεση ότι, ανάμεσα σ’ εκείνους που παρακολουθούσαν τη βασιλική ναυαρχίδα να μπαίνει στο λιμάνι, ενδέχεται να ήταν και η οικογένεια του Σαύλου από την Ταρσό, δεδομένου ότι η μητέρα και ο πατέρας του Αποστόλου ζούσαν κατά πάσα πιθανότητα εκεί το 41 π.Χ. Ο ίδιος ο Παύλος είχε γεννηθεί στην Ταρσό και η γενιά του προερχόταν από τη μεγάλη ιουδαϊκή κοινότητα που ζούσε σ’ αυτήν την περιοχή τουλάχιστον από την εποχή του Αντιόχου του Μέγα και μετά. Κι όπως ο ίδιος ο Παύλος ανέφερε κάποτε «είμαι Ιουδαίος, από την Ταρσό της Κιλικίας, πολίτης μιας διόλου ευκαταφρόνητης πολιτείας».
    Αφού σταματήσαμε για λίγο στην Ταρσό, πιάσαμε ξανά το τιμόνι για άλλα είκοσι πέντε μίλια ως τα Άδανα, τη μεγαλύτερη πόλη στη νότια ακτή της Ανατολίας και τέταρτη πιο πυκνοκατοικημένη πόλη της Τουρκίας, με πληθυσμό που σήμερα ξεπερνά το μισό εκατομμύριο κατοίκους. Κάναμε μια στάση για να γευματίσουμε πρόχειρα με τα διάσημα πλέον κεμπάπ της πόλης κι έπειτα κλείσαμε δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο, γιατί σκοπεύαμε να χρησιμοποιήσουμε τα Άδανα ως βάση, απ’ όπου θα επισκεπτόμασταν κάποιες τοποθεσίες στην Πεδιάδα της Κιλικίας.
    Τα Άδανα βρίσκονται στις όχθες του Σεϊχάν Νεχρί, του αρχαίου ποταμού Σάρου, καταμεσής του απέραντου δέλτα της Κιλικίας, κι είναι αυτή ακριβώς η εύφορη γη της μεγάλης πεδιάδας που επέτρεψε στην επαρχιακή πόλη να καταστεί η πλέον ακμάζουσα ολόκληρης της χώρας.
    Η ιστορία των Αδάνων ξεκινά από πολύ παλιά, για την ακρίβεια από τις απαρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. και, σε συνάφεια με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες τουρκικές πόλεις, έχει καταγραφεί ότι υπέστη ανάλογες επιθέσεις από όλες τις μεγάλες δυνάμεις που προέλαυναν με σκοπό την κατάκτηση της Ανατολίας. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η σημερινή πόλη δεν διαθέτει πολλά στοιχεία για το ιστορικό παρελθόν, αν και υπάρχει ένα ενδιαφέρον μουσείο με εκθέματα από τις πολλές και διάφορες αρχαιολογικές τοποθεσίες της πεδιάδας. Το πιο ξεχωριστό από τα αρχαία μνημεία των Αδάνων είναι το Τας Κεπρύ, μια γέφυρα που διασχίζει τον Σάρο και κτίστηκε κατ’ εντολή του Αδριανού, ενώ αργότερα επισκευάστηκε από τον Ιουστινιανό. Το κυριότερο τουρκικό μνημείο είναι το Ουλού Τζαμί, που κτίστηκε το 1507 από τον Χαλίλ Μπέη. Αυτός ήταν εμίρης της τουρκικής δυναστείας των Ραμαζάνογλου και κυβέρνησε την Κιλικία προτού ολόκληρη η περιοχή περάσει στον έλεγχο των Οθωμανών και του ηγέτη τους Σελίμ Α΄ του Αμείλικτου
    1, που κατέλαβε τα Άδανα το 1517. Τα πλακίδια με τα οποία επικαλύπτεται το τέμενος και ο τυρμπέ του Χαλίλ Μπέη είναι καμωμένα από φίνο κεραμικό και συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο λεπτοδουλεμένα της Τουρκίας, αφού είχαν ψηθεί πρώτα στους κλίβανους του Ιζνίκ2, την εποχή της μεγάλης του ακμής.

    Η πιο γοητευτική περιοχή του δέλτα απ’ όσες είδαμε ήταν η Αγιάς. Ουσιαστικά τίποτα δεν απομένει από τη μεσαιωνική πόλη, παρότι κάποτε ήταν το πιο σημαντικό λιμάνι της Μεσογείου. Ο Μάρκο Πόλο, που επισκέφθηκε την Αγιάς για πρώτη φορά το 1271, την περιέγραψε σαν «μια πόλη υποδειγματική, σπουδαία, και με καλό εμπόρευμα», προσθέτοντας ότι «πάσης φύσεως μπαχαρικά και μεταξωτά χρυσοΰφαντα υφάσματα, όπως και μάλλινα από το εσωτερικό της χώρας, μεταφέρονται σε τούτη την πόλη». Αυτός ο πλούτος, όμως, τράβηξε την προσοχή του Μαμελούκου σουλτάνου της Αιγύπτου και της Συρίας, Μπαϊμπάρς Α΄ (αλ-Μπουντουκνταρί), που εισέβαλε στην Κιλικία το 1275, εγκαινιάζοντας την πρώτη από μια σειρά επιθέσεων, οι οποίες οδήγησαν αναπόφευκτα στην πτώση της Αγιάς και των άλλων ...
    1 Σημ.τ.Μ.: Σελίμ Α΄ Γιαβούζ (1512-1520): Ορισμένες πηγές τον αναφέρουν ως «Άκαμπτο» και άλλες ως «Γενναίο», αν και στα ελληνικά έχει επικρατήσει ο τουρκικός προσδιορισμός «Γιαβούζ» που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Πρόκειται για μια αρκετά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, δεδομένου ότι, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αναγνώρισε στους Ορθοδόξους Αγιοταφίτες μοναχούς την κυριότητα των εν γένει προσκυνημάτων της περιοχής, ενώ παράλληλα θεωρήθηκε και μέγας ευεργέτης της Μονής Ξηροποτάμου γιατί με φετφά (ιερά ρήτρα) όρισε «ο τόπος, όπου αναγινώσκεται το Ιερόν Ευαγγέλιον, όταν συμβεί να καεί ή και να χαλάσει, πάλιν να ανακαινίζεται...». Το 1517 μάλιστα, εξέδωσε χάτι-σερίφ (ιερό ορισμό) με πολλές διευκολύνσεις και προνόμια υπέρ της Μονής, που είχε πληγεί από πυρκαγιά. Επίσης ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την Τραπεζούντα και σύνδεσε το όνομά του με τη μονή Σουμελά, θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο των Μεγάλων Κομνηνών. Οι ιδιαίτερες σχέσεις του με το μοναστήρι οφείλονταν στην καταγωγή της Ελληνίδας μητέρας του, Μαρίας, από το χωριό Δουβερά, που ανήκε στη δικαιοδοσία της μονής. Εν έτει 1512, ο Σελίμ με επίσημο έγγραφό του (φιρμάνι) επικύρωσε, όπως είχε κάνει νωρίτερα ο Αλέξιος Γ΄, όλα τα προνόμια της μονής και χρηματοδότησε την επισκευή τμημάτων της. Ωστόσο, φέρεται και ως ο αρχικός υπεύθυνος για τον εξισλαμισμό της Ροδόπης και των Πομάκων, ιδιαίτερα έπειτα από την κατάληψη της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και τη μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου της Σόφιας. Από αυτό το σημείο και μετά αποφάσισε να απαγορεύσει κάθε εκδήλωση της χριστιανικής θρησκείας, να μετατρέψει όλες τις εκκλησίες σε τζαμιά και να θανατώσει όλους τους Χριστιανούς που δεν θα αποδεχόντουσαν τον Ισλαμισμό. Έπειτα από τις αντιρρήσεις όμως δικών του αξιωματούχων μετρίασε τις απαιτήσεις του και υλοποίησε απλά την επιθυμία του να μετατραπούν οι μεγάλες εκκλησίες σε τζαμιά. Ανάμεσα στις επιτυχίες του συγκαταλέγεται η εκδίωξη των Μαμελούκων της Αιγύπτου και της Συρίας με αυτοκρατορικό έγγραφο και η κατάληψη του Καΐρου το 1517, την ίδια δηλαδή χρονιά που κατέλαβε και τα Άδανα.2 Σημ.τ.Μ.: Ιζνίκ: Πρόκειται για τη Νίκαια της Μικράς Ασίας. Το 310 π.Χ. ο Λυσίμαχος, ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ίδρυσε στα βορειοδυτικά της μικρασιατικής Χερσονήσου (απέναντι από την περιοχή του Βυζαντίου) τη Νίκαια, δίνοντάς της το όνομα της συζύγου του. Η Νίκαια υπήρξε για λίγο καιρό πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους σταυροφόρους το 1204. Στις αρχές του 13ου αιώνα έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων, ώσπου το 1331 καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς. Σύντομα έγινε ο βασικός τόπος παραγωγής κεραμικών προϊόντων, αγγείων και πλακιδίων, αφού είχε μακρά παράδοση σ’ αυτήν την τέχνη από την εποχή του Βυζαντίου. Η φήμη της εξαπλώθηκε ιδιαίτερα το 16ο αιώνα, επί της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη. Την άνοδό της στον τομέα της αγγειοπλαστικής υποβοήθησε σημαντικά και η ύπαρξη των κατάλληλων πρώτων υλών: αργιλόχωμα, νερό και καύσιμη ύλη. Τα μεγαλοπρεπέστερα μνημεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας (παλάτια, τζαμιά, μαυσωλεία κ.ά.) κοσμήθηκαν με πλακίδια φτιαγμένα στο Ιζνίκ. Ο περίφημος περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει την ύπαρξη τριακόσιων αγγειοπλαστών σε μία μόνο περιοχή του Ιζνίκ. Από το 1530 και εξής τα εργαστήρια του Ιζνίκ εισήγαγαν το τυρκουάζ χρώμα στη ζωγραφική παλέτα, ενώ εμπλούτισαν το θεματολόγιο με μορφές ανθρώπων και ζώων, όπως και με πλοία. Η εισαγωγή μάλιστα διακοσμητικών θεμάτων, όπως οι ανθρώπινες και ζωικές μορφές, θεωρήθηκε μεγάλη καινοτομία. Από τα μέσα του 16ου αιώνα η χρωματική και θεματική παλέτα των εργαστηρίων του Ιζνίκ γίνεται ακόμη πλουσιότερη. Ο Καρά Μεμί, αρχιμάστορας του 16ου αιώνα, πειραματίστηκε πρώτος με τον καλλωπισμό των αγγείων του Ιζνίκ, ζωγραφίζοντας επάνω τους λουλούδια παντός είδους, ρόδια, αγκινάρες και δέντρα και χρησιμοποιώντας ασυνήθιστα χρώματα, όπως μωβ, κόκκινο της πορφύρας και αργότερα πράσινο και κοραλλί. Από την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, τα αγγεία άρχισαν να διακοσμούνται με υακίνθους, τουλίπες, γαρίφαλα, ρόδα, κινέζικα σύννεφα, φολιδωτά, hatayi (ελισσόμενα φυτικά μοτίβα), γεωμετρικά σχέδια και cintemani (πατροπαράδοτο σχέδιο, που αποτελείται από τρεις κουκίδες και κυματοειδείς γραμμές).

No comments: