Friday, 4 July 2008
Σωτήρης Π. Περάκης: Πάμε για ορθοπεταλιές;
Ενήλικας πια, το παιδί των 70’s και των 80’s, διηγείται ονειρεμένες σκηνές από τις παιδικές και εφηβικές καλοκαιρινές διακοπές της τότε αστικής Αθήνας στην τότε ...ειδυλλιακή Σαρωνίδα.
Mε τα μάτια ενός παιδιού, περιγράφεται με πολύ χιούμορ και ευαισθησία ο κόσμος των μεγάλων οι πρώτοι δια βίου φίλοι, το πρώτο ποδήλατο, οι πρώτοι έρωτες, οι πρώτες χαρές, οι πρώτες απογοητεύσεις...
Το δεύτερο βιβλίο, μετά το «Α...όπως αγάπη», που άφησε φεύγοντας από τη ζωή ο Σωτήρης Περάκης, το χαρισματικό αγόρι, που, αφού πέρασε πάρα πολλές ώρες από τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του στους θαλάμους της αιμοκάθαρσης, τελικά δεν κέρδισε τη μάχη.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Πρέπει να ήταν Παρασκευή απόγευμα –θυμάμαι πως περίμενα τον πατέρα μου να έρθει από την Αθήνα μετά τη δουλειά με το καινούριο μας αυτοκίνητο, ένα κόκκινο Austin Allegro ο επονομαζόμενος και «κοκκινούλης».
Βασικά ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που είχαμε. Και δεν ήταν καν δικό μας. Το είχε παραχωρήσει η εταιρία τον πατέρα μου για τις μετακινήσεις του.
Ξάφνου είδα κάτι πόδια να προβάλλουν στα σκαλάκια πίσω από ο παρτέρι και να πλησιάζουν. Ύψωσα το βλέμμα μου. Μπροστά μου στεκόταν ένα επιβλητικός κύριος προχωρημένης ηλικίας –για μας τα παιδιά όλοι «κύριοι προχωρημένης ηλικίας» είναι.
Ήταν ψηλός και αδύνατος με λίγα άσπρα μαλλιά να στολίζουν ημικυκλικά ένα μέρος του κεφαλιού τους και δύο πανέξυπνα, ζωντανά μάτια να φαντάζουν πίσω από ένα ζευγάρι γυαλικά με κοκάλινο σκελετό. Στα δύο τεντωμένα χέρια του κρατούσε μια κούτα από γάλατα Νουνού, που ξεχείλιζε διάφορα παιχνίδια.
«...έφερα τον εγγονό μου να παίξει με το μικρό σας».
Τον εγγονό του; Ποιόν εγγονό του; Και πού είναι ο περιβόητος εγγονός;
Τότε τον πρόσεξα. Κρυβόταν πίσω από το παντελόνι του παππού του και του κρατούσε σφιχτά το πόδι. Ήταν ξανθούλης με χωρίστρα, σχετικά παχουλός με κατάλευκο πρόσωπο και γαλανά ματάκια που σε κοιτούσαν με μια περιέργεια και ένα φόβο ταυτόχρονα. Φορούσε ένα κοντό παντελονάκι, σα βερμούδα με γυριστά τα μπατζάκια κι ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο.
Εγώ αντίθετα με το σορτσάκι, έτοιμος να παίξω μπάλα με τον πατέρα μου μόλις έφτανε κι ένα κίτρινο τιραντένιο μπλουζάκι, που άφηνε να φανεί το συμμετρικό μου μαύρισμα έμοιαζα μπροστά του με γυφτάκι.
«Βρε, καλώς το μαμούχαλο» σκέφτηκα εγώ, ο προχωρημένος και ανεξάρτητος, που ακόμα έβαζα τα κλάματα τις νύχτες και φώναζα τους γονείς μου να με νανουρίσουν.
Στο μεταξύ ο παππούς που είχε παραμερίσει για να φανεί ο μικρός μας παρουσίασε και επίσημα.
«Κι από δω ο Τονούλης».
«Χμ, σιγά τη προσωπικότητα...» σκέφτηκα με περιφρόνηση.
«Τόνυ». Συνέχισε ο παππούς, χαιρέτισε την κυρία»
Ο μικρός σα ρομποτάκι έτρεξε προς τη μητέρα μου κα της έδωσε το χέρι του.
Η μητέρα μου του χάιδεψε το κατάξανθο μαλλί του. Μόλις τράβηξε το χέρι της η χωρίστρα ήταν εκεί στη θέση της, ούτε μια τρίχα δεν είχε μετατοπιστεί.
«Μα καλά, λακ βάζει και του στέκονται;» απόρησα κι ενστικτωδώς πέρασα το χέρι στα ατίθασα και... αχτένιστα μαλλιά μου που δεν κάθονταν ποτέ σε μια θέση.
Έπειτα η μητέρα μου γύρισε σε μένα. Έφτασε η στιγμή που φοβόμουν.
«Σωτηράκη , έλα να γνωρίσεις το νέο σου φίλο. Δώσε το χεράκι σου σαν καλό παιδί»
«Άσε μας ρε μάνα. Τι μας ταράζεις την ησυχία; Και ποιος σου είπε ότι θέλω για φίλο μου το βυζανιάρικο; Αυτός στοίχημα ότι θα κατουριέται ακόμα πάνω του τη νύχτα».
Αντί όμως να εκφράσω τις σκέψεις μου, υποχώρησα στο έντονο βλέμμα της μητέρας μου που μετέφρασα ως :
«Δώσε αμέσως το χέρι σου μη με κάνεις ρεζίλι στον ξένο άνθρωπο» και πρόθυμα άπλωσα το ένα χέρι χώνοντας το άλλο στη τσέπη του σορτς , για να δηλώσω έτσι την περιφρόνησή μου.
Ο μικρός με κοίταξε στα μάτι με ένα γαλήνιο βλέμμα απορίας, που με έκανε να αναθεωρήσω τη στάση μου. Έβγαλα αμέσως το χέρι από την τσέπη και εκείνος μου έδωσε το δικό του ενώ ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο χλωμό πρόσωπό του.
«Ρε, λες να είναι εντάξει τύπος, τελικά;
Κάτσαμε και παίξαμε σε ένα χαλάκι που μας έστρωσε η μητέρα μου μέχρι που βράδιασε.
Ο παππούς του και η μητέρα μου μας έβλεπαν ικανοποιημένοι.
Ούτε που πήρα χαμπάρι τον πατέρα μου που γύρισε από τη δουλειά, ούτε που πήγα μαζί του να παίξω μπάλα.
Έμενα με το νέο φίλο μου τον Τόνυ.
Κ αυτή ήταν μόνο η αρχή...
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΡΑΚΗΣ γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα.
Αιγυπτιώτικης καταγωγής αποφοίτησε από τη Λεόντειο και στη συνέχεια σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάστηκε ως καθηγητής Αγγλικών και Γαλλικών και στον εκδοτικό οίκο «Περίπλους» ως μεταφραστής.
Έγραψε πεζογραφία, θέατρο και ποίηση, έργο για το οποίο απέσπασε λογοτεχνικά βραβεία.
Το 2005 έφυγε απρόοπτα από τη ζωή.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment