redirect

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Monday, 9 March 2009

ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΠΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΟΣ, Περί μαθημάτων ιδιαιτέρων


Ευρισκόμενος στις εσχατιές της μακράς και ενδόξου σταδιοδρομίας μου ως ιδιαιτεράς απεφάσισα τη συγγραφή αυτηνής εδώ της πραγματείας, θέλοντας να αφήκω πίσω μου μια μαρτυρία αξιόπιστη γύρω από το κύκλωμα των ιδιαιτέρων μαθημάτων, το οποίο πολλούς ωφέλησε, με διαφορετικούς βεβαίως τρόπους έκαστον.
Πολύ καιρό με εβασάνιζεν η ιδέα να κληροδοτήσω στην ανθρωπότητα ως κτήμα ες αεί τις εμπειρίες μου και να παραβγώ με τον Θουκυδίδη. Πλην όμως πάντοτε με σταματούσαν διάφορες σκέψεις ζοφερές: και τι θα γίνει αν μαθευτεί ότι απ’ εμένα προέρχονται τα γραπτά ετούτα; Κι αν χάσω την με τόσον κόπον οικοδομηθείσα φήμη και πελατεία μου; Κι αν πάλι πέσω ως άγριος και αφελής ιθαγενής αφρικανός εις την παγίδα του λευκού κυνηγού μου, δηλαδή της εφορίας, η οποία θα με ανακρίνει σε τίποτες μπουντρούμια για να ξεράσω όλα όσα ξέρω σχετικά με συναδέλφους μου που ουδέποτε έκοψαν μιαν απόδειξη παροχής υπηρεσιών; Αν με σύρουν στα δικαστήρια ή με γκρεμίσουν από την Ακρόπολη σαν τον Δυσσέα Αντρούτσο;
Μιαν όμως ηλιόλουστη καθημερινή πρωία, καθώς έπινα τον καφέ μου εις κεντρική πλατεία επαρχιακής τινάς πόλεως, έλαβα την μεγίστη των αποφάσεων, να προχωρήσω δηλαδή αυθωρεί και παραχρήμα εις την συγγραφήν του παρόντος. Και ιδού ποια ήταν η αφορμή: ενώπιον μου και περί ώραν δεκάτην περίπου πρωινή, μαθήτρια τινά, διέσχιζε τον δρόμο. Εις τα χεράκια της τα ροδαλά, τα οποία η μοίρα είχε αναμφιβόλως προορίσει για ερωτικές περιπτύξεις και χειραντλήσεις ερωτικών χυμών, εκρατούσε ένα μικρόν πακέτο βιβλίων και τετραδίων σπιράλ: όδευε πασιφανώς προς συνάντηση καθηγητού τινός, ίσως μαθηματικού, ίσως και φιλολόγου. Ήτανε, ως το περπάτημα και το βλέμμα με άφηναν να υποθέσω, απόφοιτος, στα προχωρημένα δηλαδή δεκαεπτά της χρόνια. Εφορούσε ένα ελαφρό, σχεδόν διάφανο φουστανάκι ινδικό, από αυτά με τα μοβ λαχούρια και τα άνθη του λωτού. Τα σφύζοντα από ζωή μαστίδιά της, ωσάν αφρικανικά φρούτα μάνγκο προηγούνταν κατ’ ολίγον του αποδελοίπου σώματός της . Ακολουθούσαν χαρίεντα και παλλόμενα τα οπίσθιά της, οπίσθια εκπληκτικής επινοήσεως τουθεικών δυνάμεων, οπίσθια που, τελείως ανεξήγητα, μου ενεθύμιζαν το τούρκικο όνομα Μπιν-Μπιρ-Ντιρέκ, ήτοι ελληνιστί χίλιοι και ένας κίονες. Ίσως, όπως αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων, να προεχώρησα στον συνειρμό αυτόνα από την ασυνείδητη, μύχια επιθυμία μου να συνευρεθώ με την απόφοιτον ταύτη χιλίας και μίας νύκτας.
Εσκέφθην λοιπόν, ατενίζοντας το θαύμα εκείνον των δεκαεπτά ετών, το οποίον μάλλον κανένας Πραξιτέλης θα είχε σχεδιάσει, παρά μήτρα απλής νοικοκυρούλας και το οποίον ομοίαζεν με ζων σαρκώδες βιολοντσέλο: αχ κορίτσι μου γλυκό, πού πας τέτοιαν ώρα… Ποιο υπουργείο να σε τυραγνάει και τρέχεις ωσάν παλαβό να λύσεις ασκήσεις; Γιατί η ζωή σου επεφύλαξε τέτοια νίλα; Δεν θα ήταν ωραιότερο να μην υπήρχε εκπαίδευσις και να έτρεχες, ελευθέρα υποχρεώσεων πλέον, στον αγαπητικόν σου; Δεν θα ήταν προτιμότερο το στόμα σου με τα φιλήδονα χείλη να κάνει άλλα πράγματα, ακόμα και ακατονόμαστα, γιατί όχι, αντί να απαγγέλλει τύπους και ιστορικές συνθήκες; Τι σε ενδιαφέρουν εσένα, καλό μου κοριτσάκι οι νεκροί της μάχης του Μαντζικέρτ ή του Μυριοκεφάλου; Εσένα τα στρατεύματα σε ενδιαφέρουν μονάχα όταν αποτελούνται από ζωντανούς άνδρες, άνδρες πανέτοιμους να σε αγκαλιάσουν και σαν μέγας, πάνδημος αποχυμωτής να σου ρουφήξουν το παφλάζον εντός του στήθους σου ή και της γαστρός σου νέκταρ.
Αυτό ήτανε! Ελύγισα με τη σκέψη αυτή του κεφαλιού μου. Είπον εις εαυτόν: αγαπητέ μου, αρκετά υπήρξες συνένοχος εις το σύστημα της γνώσεως. Πρέπει, για να εξιλεωθείς απέναντι της μαθήτριας εκείνης και των ωραίων της φιλενάδων, να λύσεις την σιωπή σου. Να καταθέσεις όσα ηξεύρεις για τα ιδιαίτερα μαθήματα και έπειτα ο καθείς ας αναλάβει τις ευθύνες του. Έχεις χρέος, συνέχισε η φωνή της συνειδήσεως μου να υπαγορεύει, να διαφωτίσεις την ελληνική κοινωνία, έχεις χρέος να εξομολογηθείς ώστε και οι δικές σου αμαρτίες να συγχωρεθούν, έχεις χρέος να τα ειπείς όλα, δίχως να αποκρύψεις σκάνδαλα οικονομικά και ερωτικά, δίχως αναστολές και φιλολογίες. Εάν μάλιστα καταφέρεις και βοηθήσεις έστω και μίαν μαθήτρια, έστω και έναν μόνο μαθητή, έναν και μόνο έστω γονέα να συνέλθει, τότες θα έχεις επιτύχει. Μη φοβού! Προχώρει !
Εννοείται πως το φευγαλέο πέρασμα της μαθητρίας δεν ήταν παρά η θρυαλλίς. Τα εκρηκτικά υλικά ήσαν ήδη έτοιμα, καθώς είχα, λόγω γήρατος, αποχωρήσει πλέον από την ενεργό δράση. Συνάμα επί δεκαετίες συσσώρευα οργήν μεγάλην εναντίον του εσμού εκείνου των τσαρλατάνων που καμώνονται τους σπουδαίους και ξεζουμίζουν τον κοσμάκη που ζει με την ελπίδα να χώσει τα παιδιά του σε κανένα πανεπιστήμιο. Οργή και μένος είχα και για πολλούς γονείς -εξομολογούμαι πως δεν υποφέρω τους ηλιθίους- και για το σύστημα και για τον εαυτό μου και για πολλά. Επιπλέον εσκέφθην: με τόσες ώρες ιδιαιτέρων μαθημάτων στην πλάτη και με τόσην δύναμην γραφίδος, γιατί να παραχωρήσω σε άλλονα το δικαίωμα να γράψει για το φλέγον ζήτημα της εκπαιδεύσεως. Κάθε άλλος θα τα έγραφε μισά κι ανέσωστα.
Ληφθείσα η απόφασίς μου δεν ήργησε να υλοποιηθεί. Μάλιστα, θεωρώντας ότι άμα έγραφα απνευστί και μονοκοπανιά θα είχα καλύτερα αποτελέσματα, απέφυγα οιανδήποτε υφολογική επεξεργασία του κειμένου μου. Όσες προτάσεις μου έβγαιναν εις την δημοτική και όσες μου κατέβαιναν στην καθαρεύουσα, τις άφηνα δίχως να τες διορθώνω. Μονάχα αφαίρεσα κάποιες λέξεις που εννοούσα ότι δύσκολα θα τις καταλάβαινε ο πολύς ο κόσμος και τις αντικατέστησα με δημοτικότερες, καθώς χτένιζα ανέμελα το κείμενο με την τυπογράφο, κ. Σοφία Αργυροπούλου, ήτις τυγχάνει και ωραιοτάτη γυναίκα.
Εάν, αργότερα ή και πολύ αργότερα, κάποιος κριτικός θελήσει να ασχοληθεί με το έργον μου για να με θάψει, τον προϊδεάζω εξ αρχής: το έργο τούτο δεν είναι μυθιστόρημα, ουδέ λογοτεχνία. Είναι αντιθέτως η ζωή, ο άνθρωπος ο ίδιος, που έχει πολλές πτυχές, και ευμόρφους και ουχί, και ορθές και λανθασμένες. Άλλωστε, προσωπικώς, ως λάτρης του ψητού κρέατος, ουδέποτε ασχολήθηκα με τις λαδόκολλες πάνω στις οποίες το προσάγει ο ταβερνιάρης.

Πάντως με όλα αυτά που έγραψα, πρέπει να βοήθησα τον αναγνώστη καταλυτικά ώστε να μπορέσει να διαβάσει καλύτερα το κείμενο που ακολουθεί. Για την καλύτερη δυνατή ανάγνωση, προτείνω να πηδά ό,τι δεν του αρέσει και να προχωρά στο επόμενο. Συνιστώ βέβαια να ακολουθεί τη σειρά με την οποία παρουσιάζω τις απόψεις μου. Ήγουν, στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια, ας πούμε, γνωριμία με τους πρωταγωνιστάς του έργου, τους μαθητάς και τας μαμάς. Εις το δεύτερο δίδονται στοιχεία που εισάγουν τον αναγνώστη στο χώρο όπου γίνονται τα καθέκαστα, ενώ στο τρίτο αναπτύσσονται με παρρησία και αμεροληψία ορισμένα θέματα τεχνικά, που καλό είναι να διαβαστούν με καθαρό μυαλό. Γενικότερα, επειδή το βιβλίο που κρατάτε ανά χείρας μπορεί και να το δανείσετε σε άλλους ή να το μεταπωλήσετε στο γιουσουρούμ, καλό είναι να το διαβάζετε χωρίς να τρώτε τίποτα φαγιά και να κάνετε βούτες στη ντοματοσαλάτα, για να μη λιγδωθούν οι σελίδες. Επίσης δεν είναι και πολύ ωραίο να ξύνετε το κεφάλι ή άλλα μέρη του κορμιού σας διαβάζοντας, γιατί δεν είναι ορθό να ανοίγει ο άλλος το βιβλίο και να ανακαλύπτει μέσα τρίχες κατσαρές ή πιτυρίδες.

1 comment:

Anonymous said...

Δυστυχώς, δεν είμαι φιλόλογος ώστε να βρω επίθετα που θα ήταν άξια να χαρακτηρίσουν το βιβλίο.

Τα "κορυφαίο", "ανύπαρκτο" (εκ του 'δεν υπάρχει'), "απίστευτο", κτλ... είναι απαράδεκτα τετριμμένα.

Ερμόλαε, συμπάσχω απόλυτα με την απογοήτευσή σας από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Σας αγαπώ, ευχαριστώ για τις 110 συγκλονιστικές σελίδες που είχα τη χαρά να απολαύσω.

Και εις άλλα, με υγεία και χιούμορ.


Μαρίνα